- τροφέας
- ο / τροφεύς, -έως, ΝΜΑαυτός που παρέχει τροφή σε κάποιοννεοελλ.συνεκδ. γονέαςαρχ.1. θετός πατέρας2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... οὔτε τις τροφεὺς ἡμῑν ἐστίν», Πλάτ.)5. σωματοφύλακας ή δούλος6. δάσκαλος7. (για τόπο) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει κάποιος («τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)8. μτφ. αυτός που υποβάλλει κάτι («πάσης κακίας πανδοκεῑ τε καὶ τροφεῑ», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + κατάλ. -έας / -εύς*].
Dictionary of Greek. 2013.